φύτρο — το 1. φύτρα (βλ. λ.). 2. βλάστημα (βλ. λ.): Πάρ ένα σβόλο, Μήτρο, και διώξ εκείνα τα σκυλιά,που μου χαλούν το φύτρο (Αρ. Βαλαωρίτης). 3. μτφ., γέννημα, γόνος, τέκνο, βλαστάρι, προϊόν: Φύτρο του διαόλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
λιγόφυτρος — η, ο (για τόπο) αυτός στον οποίο φύονται λίγα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγο * + φύτρο ή φύτρα] … Dictionary of Greek
φυτρώνω — ΝΜ, και τ. φυτροῦμαι, όομαι, Μ [φύτρα] (αμτβ.) (για φυτό) φύομαι, βγάζω φύτρο, βλαστάνω, ξεφυτρώνω νεοελλ. 1. φρ. «φυτρώνει εκεί που δεν τόν σπέρνουν» επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις ή σε συζητήσεις, χωρίς να τού τό έχουν ζητήσει 2. παροιμ. «όθε… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
φύτρα — η 1. η βλάστη, το κύριο μέρος του σπέρματος που σχηματίζει το στέλεχος, το φυτικό έμβρυο, το φύτρο. 2. μτφ., καταγωγή, γένος, φυλή, ράτσα, σόι, φάρα: Να πάρ ο διάολος τη φύτρα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)